- εσωνάρθηκας
- οεσωτερικός νάρθηκας εκκλησίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εσωνάρθηξ — και εσωνάρθηκας, ο ο εσωτερικός νάρθηκας τών εκκλησιών, το αμφίστυλο, η λιτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + νάρθηξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
λιτή — η (AM λιτή) νεοελλ. μσν. 1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες 2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία 3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών αρχ. 1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek
λιτή — η 1. ολονύχτια θρησκευτική αγρυπνία. 2. ο εσωτερικός νάρθηκας των βυζαντινών ναών, ο εσωνάρθηκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)